κηδεία — κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc/acc dual κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείᾳ — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεία — η εκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείας — κηδείᾱς , κηδεία care fem acc pl κηδείᾱς , κηδεία care fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαι — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαν — κηδείᾱν , κηδεία care fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεῖαι — κηδεία care fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαις — κηδεία care fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείῃ — κηδεία care fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)